Tις αποφάσεις της κυβέρνησης, που θα ορίζουν ποιές είναι οι κρίσιμες βιομηχανίες της χώρας προκειμένου να εξαιρεθούν από την περικοπή της κατανάλωσης φυσικού αερίου, με βάση τη προχθεσινή ευρωπαϊκή συμφωνία, αναμένει η βιομηχανία.
Η τελική εκδοχή της συμφωνίας, που υιοθέτησαν οι 27 χώρες-μέλη την Τρίτη (26/7) για την περικοπή κατά 15% της κατανάλωσης αερίου από 1ης Αυγούστου 2022 ως 31 Μαρτίου 2023, μετρίασε σημαντικά, την αρχική έντονη αντίδραση πολλών ευρωπαϊκών βιομηχανικών φορέων στο πρώτο σχέδιο της Κομισιόν.
To ελληνικό σχέδιο μείωσης της κατανάλωσης αερίου, που αναμένεταται να υποβληθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τέλη Σεπτεμβρίου με αρχές Οκτωβρίου ( η προθεσμία της Κομισιόν λήγει στις 31 Οκτωβρίου) θα αποτυπώνει και τις βιομηχανίες που θα μπορούν να εξαιρεθούν από τις περικοπές.
Oπως αναφέρει η συμφωνία, όταν λαμβάνονται μέτρα μείωσης της ζήτησης αερίου, οι χώρες -μέλη θα μπορούν να εξαιρούν πελάτες με αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια, τα οποία θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την οικονομική σημασία της μονάδας και μεταξύ άλλων τέσσερα κριτήρια:
-Tις επιπτώσεις της διαταραχής προσφοράς αερίου στις εφοδιαστικές αλυσίδες που είναι κρίσιμες για την κοινωνία
-Τις πιθανές αρνητικές επιπτώσεις σε άλλες χώρες-μέλη και ιδιαίτερα στους τομείς που εξαρτώνται στις αλυσίδες προσφοράς από τη διαταραχή και είναι κρίσιμοι για την κοινωνία
-Την ενδεχόμενη μακροπρόθεσμη ζημία που μπορούν να υποστούν οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις από τη μείωση/διακοπή της κατανάλωσης αερίου
- Την πιθανότητα μείωσης της κατανάλωσης και υποκατάστασης προϊόντων στην Ένωση.
Μάλιστα η όλη διατύπωση του κειμένου αφήνει ανοικτό το περιθώριο συμπερίληψης στο μέτρο μίας ευρείας γκάμμας βιομηχανικών κλάδων, πέρα από τις γνωστές ενεργοβόρες βιομηχανίες όπως τα χημικά, τα πετροχημικά, οι βομηχανίες σιδηρου και χάλαβα, υαλουργίες, κεραμικά και τα μη μεταλλικά ορυχκτά προιόντα.
Παράλληλα δίνεται και η δυνατότητα εξαίρεσης από τις περικοπές των ηλεκτροπαραγωγών με φυσικό αέριο, εφόσον τίθεται σε κίνδυνο η ηλεκτροδότηση της χώρας.
Βέβαια, όλες οι εξαιρέσεις αυτές που αφορούν στην περικοπή κατανάλωσης αερίου λόγω Ευρωπαϊκού Συναγερμού δεν θα ισχύουν σε περίπτωση εθνικού συναγερμού για την ασφάλεια εφοδιασμού, οπότε θα τεθούν εφαρμογή τα μέτρα που προβλέπει το ελληνικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης.
Από την άλλη πλευρά ιδιαίτερα έντονο παραμένει το πρόβλημα της τιμής της ενέργειας, το κόστος της οποίας αυξάνεται συνεχώς τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τους καταναλωτές. Και η επαπειλούμενη ύφεση της οικονομίας, που μπορεί να ακολουθήσει, είναι ικανή να φέρει από μόνη της περικοπές στην παραγωγή.
Το σχέδιο για την περικοπή της κατανάλωσης αερίου υπολογίζεται ότι θα αφορά περί τις 7,27 TWh. Πρόκειται για ένα στόχο που η κυβέρνηση θεωρεί εφικτό γιατί η κατανάλωση φυσικού αερίου το πρώτο εξάμηνο του 2022 ακολούθησε φθίνουσα πορεία, που εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί. Το πρώτο εξάμηνο του 2022 η κατανάλωση έπεσε στις 32 TWh από 34 TWh του πρώτου εξαμήνου του 2021. Από τον Μάιο και μετά πάντως, όταν διεκόπη η παροχή ρωσικού αερίου προς τη Βουλγαρία, οι ποσότητες που διακινήθηκαν από το ελληνικό σύστημα αυξήθηκαν, με περίπου το 18-20% του αερίου να κατευθύνεται προς τη βουλγαρική αγορά.
Στη μείωση της κατανάλωσης αερίου αναμένεται επίσης να συμβάλει ο διπλασιασμός της ηλεκτροπαραγωγής από λιγνίτη στις 10 TWh ως τον Μάρτιο του 2023 σε δωδεκάμηνη βάση και η αύξηση της παραγωγής ηλεκτρισμού από ΑΠΕ, που θα μειώσουν τις ανάγκες λειτουργίας των μονάδων φυσικού αερίου. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του υπουργείου Περιάλλοντος- Ενέργειας το πρώτο πεντάμηνο του 2022 η συμμετοχή των ΑΠΕ στην παραγωγή ηλεκτρισμού αυξήθηκε κατά 10% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2021, δίνοντας τη δυνατότητα μείωσης της κατανάλωσης φυσικού αερίου κατά 3,5-4 TWh σε ετήσια βάση. Εαν χρειαστεί μπορεί να γυρίσουν σε καύση ντίζελ και πέντε μονάδες ηλεκτροπαραγωγής φυσικού αερίου, όμως η συμβολή τους αναμένεται να είναι περιορισμένη γιατί είναι περιορισμένος και το χρονικό διάστημα που μπορούν να λειτουργήσουν με ντίζελ.
Τέλος, υπάρχει και η εθελοντική περικοπή από τους ίδιους τους καταναλωτές λόγω της ακρίβειας και της πολύ υψηλής τιμής του φυσικού αερίου και του ηλεκτρισμού, παρά τις επιδοτήσεις.