Mε εντυπωσιακή πτώση της εγχώριας κατανάλωσης φυσικού αερίου αλλά σημαντική αύξηση των εξαγωγών μέσω Ελλάδας ξεκίνησε το 2023.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΔΕΣΦΑ η εγχώρια κατανάλωση στο διάστημα Ιανουαρίου- Μαρτίου μειώθηκε κατά 33,92%, σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2022Ι, υποχωρώντας στις 12,39 TWh, από 18,74 TWh. Aντίθετα, οι εξαγωγές διατηρήθηκαν σε υψηλά επίπεδα και ανήλθαν σε περίπου 5,68 ΤWh, καταγράφοντας υπερδιπλάσια αύξηση (+120,05%) σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο 2022 (2,58 TWh), μία ποσότητα που αντιστοιχεί σχεδόν στο ένα τρίτο (31,32%) της συνολικά διακινηθείσας ποσότητας.
Συνολικά πάντως σε σχέση με πέρυσι, η ζήτηση φυσικού αέριου έχει μειωθεί. Ο Tερματικός Σταθμός υγροποιημένου αερίου (LNG) της Ρεβυθούσας (σημείο εισόδου Αγία τριάδα) αποτελεί πλέον την κύρια πύλη εισόδου φυσικού αερίου της χώρας και ακολουθούν η Νέα Μεσημβρία (σημείο εισόδου αγωγού TAP), και το Σιδηδρόκαστρο, απ’ όπου διέρχεται το ρωσικό αέριο.
Η Ρεβυθούσα κάλυψε το 54,96% των συνολικών εισαγωγών, καθώς εκφορτώθηκαν περίπου 9,51 TWh LNG από 13 δεξαμενόπλοια προερχόμενα από 5 διαφορετικές χώρες. Πάνω από 40% των εν λόγω ποσοτήτων LNG (41,82%) προήλθαν από τις ΗΠΑ, που άγγιξαν τις 3,98 TWh, έναντι 4,11 TWh την ίδια περίοδο πέρυσι. Στη δεύτερη θέση βρέθηκαν οι εισαγωγές από την Αίγυπτο (2,51 TWh), ενώ ακολούθησαν η Αλγερία (1,46 TWh), η Ρωσία (1,05 TWh) και η Ισπανία (0,51 TWh).
H Νέα Μεσημβρία, το σημείο όπου εισρέει στο εγχώριο σύστημα το αέριο που μεταφέρει ο αγωγός TAP, κάλυψε το 21,60% των εισαγωγών (3,90 TWh). και ακολουθεί το Σιδηρόκαστρο με μόλις 3,39 ΤWh, ποσότητα που αντιστοιχεί στο 18,78% των συνολικών εισαγωγών. Οι εισαγωγές αερίου από το Σιδηρόκαστρο μειώθηκαν κατά 56,71% σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2022. Tέλος, από τα ελληνοτουρκικά σύνορα, στους Κήποι Έβρου εισήλθαν 0,50TWh φυσικούα ερίου που κάλυψαν το 6,60% των εισαγωγών.
Όσον αφορά τις κατηγορίες καταναλωτών φυσικού αερίου, οι ηλεκτροπαραγωγοί συνεχίζουν να καταγράφουν τη μεγαλύτερη κατανάλωση, καλύπτοντας το 56,09% της εγχώριας ζήτησης με 6,95 TWh σε σύνολο 12,39 TWh που καταναλώθηκαν. Μικρή αύξηση κατά 1,93%, σε σχέση με το α’ τρίμηνο του 2022, καταγράφηκε στην κατανάλωση φυσικού αερίου από τις βιομηχανίες και τους σταθμούς ανεφοδιασμού οχημάτων με CNG, απευθείας συνδεδεμένους στο ΕΣΜΦΑ, που ανήλθε σε 0,74 TWh, ποσότητα που αντιστοιχεί σχεδόν στο 5,97% της εγχώριας ζήτησης. Η κατανάλωση από τα δίκτυα διανομής κατά το πρώτο τρίμηνο του 2023 κινήθηκε στο επίπεδο των 4,70 ΤWh, καλύπτοντας το 37,94% της συνολικής ζήτησης.
Πρέπει να σημειωθεί πως παρότι οι τιμές του φυσικού αερίου ΤΤF, εξακολουθούν να κινούνται στο επίπεδο των 40-45 ευρώ/MWh, οι ανησυχίες για την μελλοντική πορεία τους δεν έχουν εκλείψει.
Αναλυτές μάλιστα εκτιμούν πως η Ευρώπη μπορεί να βρεθεί μπροστά σε ένα νέο ράλι τιμών φυσικού αερίου τον επόμενο χειμώνα, καθώς δεν έχει σημειώσει αρκετή πρόοδο όσον αφορά στη σύναψη μακροπρόθεσμων συμβάσεων για την προμήθεια υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), συνεχίζοντας να προτιμά τις σποτ αγορές.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ευρώπη το 2022 αύξησε τις εισαγωγές LNG κατά 61% σε σχέση με το 2021, εισάγοντας 121 εκατ. τόνους καυσίμου, προκειμένου να αντισταθμίσει τη μείωση των ροών ρωσικού αερίου.
Όμως το κόστος ήταν μεγάλο αφού η Ευρώπη αγόρασε αέριο κυρίως στην spot αγορά, όπου οι τιμές είναι πολύ υψηλότερες από αυτές που διαπραγματεύονται μέσω των μακροπρόθεσμων συμφωνιών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2022 το 1/3 των παγκόσμιων συναλλαγών προμήθειας LNG στη σποτ αγορά έγινε από την Ευρώπης, ένα ποσοστό που θα μπορούσε να φθάσει στο 50% εφέτος εάν δεν υπογραφούν μακροπρόθεσμα συμβόλαια.
Οι κλιματικοί στόχοι της Ευρώπης φαίνεται ότι εμποδίζουν τη σύναψη μακροχρόνιων συμβάσεων προμήθειας LNG, εκτιμούν οι αναλυτές, καθώς οι εισαγωγείς αερίου δεν μπορούν να υπολογίσουν και να δεσμευτούν για τις καταναλώσεις του μέλλοντος. Έτσι όμως δεν μπορούν να κλειδώσουν συμβόλαια σε ανταγωνιστικές τιμές, όπως η Κίνα και άλλοι Ασιάτες εισαγωγείς. Στέλεχος του εξειδικευμένου οίκου Morten Frisch Consulting, δήλωσε ότι ιδανικά η Ευρώπη θα έπρεπε να “κλειδώνει” περίπου το 70-75% του LNG που χρειάζεται με σταθερές μακροπρόθεσμες συμφωνίες πώλησης και αγοράς (SPA).