Η Ελλάδα, η Ιταλία και η Γερμανία είναι οι τρεις χώρες της Ευρώπης που αναπτύσσουν τις περισσότερες υποδομές φυσικού αερίου, καθώς στις τρεις αυτές χώρες προωθείται περίπου το 1/2 από τα επενδυτικά σχέδια όλων των χωρών της ΕΕ, κόστους 45,3 δισ. ευρώ.
Η συνολική κεφαλαιουχική δαπάνη για νέες ευρωπαϊκές υποδομές φυσικού αερίου μπορεί να φθάνει στα 44,4 δισεκατομμύρια ευρώ για τερματικούς σταθμούς LNG και στα 39,7 δισεκατομμύρια ευρώ για αγωγούς φυσικού αερίου, συνολικά 84,1 δισεκατομμύρια ευρώ. Από αυτά περισσότερα από τα μισά, 45,3 δισ. ευρώ) αφορούν στη Γερμανία, την Ιταλία και την Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία του Europe Gas Tracker και της τελευταίας μελέτης του Global Energy Monior (GEM).
Από την προγραμματισμένες επενδύσεις για την αύξηση του εισαγωγικού δυναμικού, περίπου το ένα πέμπτο των υποδομών LNG και το 1/10 των αγωγών φυσικού αερίου ήταν ήδη υπό κατασκευή, με τη Γερμανία να πρωτοστατεί, με περίπου 99 bcm, ακολουθούμενη από την Ιταλία (31 bcm) και την Ελλάδα (26 bcm)
Στην Ευρώπη, παρά τη διακηρυγμένη πολιτική του μηδενικού ανθρακικού αποτυπώματος ως το 2050, οι χώρες αναπτύσσουν νέα δυναμικότητα για εισαγωγές υγροποιημένου αερίου (LNG) ύψους 248,7 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων (bcm)ετησίως και 16.491 χιλιόμετρα σε νέους αγωγούς μεταφοράς φυσικού αερίου, περιλαμβανομένων των διασυνοριακών αγωγών, που μπορούν να εισάγουν επιπλέον 46 bcm/έτος αερίου. Υπό κατασκευή βρίσκονται σήμερα έργα ύψους 10 δισ. ευρώ.
Mόνον το 2023 τα νέα έργα υπό ανάπτυξη για υποδομές LNG αυξήθηκαν κατά 9% ενώ κατά 18% αυξήθηκαν τα έργα για αγωγούς φυσικού αερίου.
Η GEM εκτιμά ότι τα σχεδιαζόμενα έργα έρχονται σε αντίθεση με τους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) για τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Το σχέδιο Fit for 55 της ΕΕ στοχεύει στη μείωση των εκπομπών κατά 55% έως το 2030 και τον Φεβρουάριο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε έναν επιπλέον στόχο μείωσης των εκπομπών κατά 90% έως το 2040.
Αν χρησιμοποιηθούν πλήρως ότι οι τερματικοί σταθμοί LNG και οι αγωγοί φυσικού αερίου που ήδη κατασκευάζονται στην Ευρώπη, τότε θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην εκπομπή επιπλέον 195 μεγατόνων ισοδύναμου CO2 (CO2e), στο ίδιο επίπεδο με τις ετήσιες εκπομπές 50 εργοστασίων άνθρακα. Αν συνυπολογιστούν και τα έργα που σχεδιάζονται τότε οι πρόσθετες ετήσιες εκπομπές θα μπορούσαν να εξαπλασιαστούν σε 1,1 γιγατόνους CO2e, ισοδύναμο με τις εκπομπές σχεδόν 300 εργοστασίων άνθρακα ή το ένα τέταρτο των εκπομπών της Ευρώπης το 2020.
Το 2023 αρκετά υψηλού προφίλ έργα απέτυχαν, κυρίως εξ αιτίας τοπικών περιβαλλοντικών αντιδράσεων. Πρότζκετ εισαγωγής LNG στην Ιρλανδία, τη Λετονία και την Πολωνία συνολικού ύψους 16,8 bcm/έτος αντιμετώπισαν περιβαλλοντικές αντιρρήσεις ή έχασαν την υποστήριξη, με το μέλλον τους να είναι πλέον αμφίβολο Συνολικά, σε φάση ανάπτυξης βρίσκονται σταθμοί LNG δυναμικότητας 17,6 bcm/ετησίως και τουλάχιστον 60,6 bcm/έτος καθυστερούν.
«Η Ευρώπη, σήμερα, βρίσκεται σε πολύ διαφορετική και πιο ασφαλή θέση από ό,τι στην αρχή της κρίσης του αερίου. Είναι σε καλό δρόμο για την εξάλειψη των εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου, η συνολική ζήτηση φυσικού αερίου μειώνεται και η παραγωγή από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έχει φτάσει σε νέα ύψη. Ο διπλασιασμός των νέων έργων φυσικού αερίου τώρα θα ήταν εντελώς αντίθετος με την ενεργειακή μετάβαση της Ευρώπης», δήλωσε χαρακτηριστικά στο Montel, o Robert Rozansky, στέλεχος του Europe Gas Tracker
Το πλήθος των έργων που αναπτύσσονται και σχεδιάζονται στην Ευρώπη έρχονται στον απόηχο της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, με τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου στην ΕΕ να πέφτουν κάτω από το 10% του συνόλου της προσφοράς, από περισσότερο από 40% πριν από το 2022.
Οι προβλέψεις του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (IEA) δείχνουν ότι η ζήτηση φυσικού αερίου στην Ευρώπη θα μπορούσε να μειωθεί κατά σχεδόν ένα τρίτο στα 390 δισ. κυβικά μέτρα το 2030 - υποθέτοντας ότι οι χώρες επιτύχουν τους κλιματικούς στόχους τους - με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί πλεονάζουσα χωρητικότητα, που θα μπορούσε να ξεπεράσει τα 600 bcm/έτος εάν υλοποιηθούν όλα τα νέα έργα, σύμφωνα με τη GEM.
Η ευρωπαϊκή ζήτηση για LNG ανήλθε πέρυσι σε 167 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα, που ήταν περίπου το 1/2 της διαθέσιμης εισαγωγικής ικανότητας των 318,7 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων, ενώ οι νέες προμήθειες για το 2024 είναι επίσης περιορισμένες.
Από την άλλη πλευρά, αρκετοί αναλυτές εκτιμούν ότι η παγκόσμια ζήτηση LNG, οδηγούμενη από την Κίνα και άλλες ασιατικές αγορές, θα αυξηθεί ραγδαία τα επόμενα χρόνια, ξεπερνώντας τους 550 εκατομμύρια τόνους/έτος έως το 2030, σε σύγκριση με περίπου 400 εκατομμύρια τόνους/έτος το 2023.
Προς το παρόν στην Ευρώπη πάντως, μετά από δύο σχετικά ήπιους χειμώνες με χαμηλή ζήτηση αερίου για θέρμανση και τη μεγάλη αύξηση της διείσδυσης των ΑΠΕ στο ισοζύγιο ηλεκτρισμού σε συνδυασμό με τα μέτρα εξοικονόμησης, η κατανάλωση και οι τιμές του αερίου έχουν πέσει σημαντικά.
Πλέον το βασικό συμβόλαιο αναφοράς για το φυσικό αέριο της Ευρώπης στον ολλανδικό κόμβο TTF κυμαίνεται στα 26 EUR/MWh, ενώ στην αιχμή της κρίσης το 2022 είχε ξεπεράσει τα 300 EUR/MWh
Ο θετικός αντίκτυπος στις τιμές αερίου και ηλεκτρισμού για τους βιομηχανικούς και λιανικούς καταναλωτές θα γίνεται αισθητός πιθανότατα μέχρι τα μέσα του 2024, εκτιμούν οι αναλυτές.