Πολύ υψηλότερες θα παραμείνουν οι τιμές του ηλεκτρισμού στην Ευρώπη τις επόμενες δεκαετίες σε σχέση με τους διεθνείς ανταγωνιστές, με βιομηχανίες όπως αυτές του χάλυβα ή της αμμωνίας να αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στο αυξημένο κόστος που επιβάλλει η πράσινη μετάβαση, αν δεν ληφθούν μέτρα οικονομικής στήριξης.
Πρόκειται για ένα από τα βασικά συμπεράσματα στα οποία καταλήγει η μελέτη που εκπόνησε η Compass Lexecon για λογαριασμό της Business Europe, του φορέα που εκπροσωπεί βιομηχανικούς και επιχειρηματικούς φορείς της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένου και του ΣΕΒ.
Όπως δήλωσε ο Γενικός Διευθυντής της BusinessEurope κ. Markus J. Beyrer : «Οι υψηλές τιμές ενέργειας συνεχίζουν να παρεμποδίζουν σοβαρά την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών εταιρειών και της βιομηχανικής παραγωγής. Η διασφάλιση της ενέργειας σε ανταγωνιστικές τιμές είναι ζήτημα κεντρικής σημασίας για τη διατήρηση της βιομηχανικής βάσης της Ευρώπης.
Η μελέτη δείχνει ότι ακόμη και στην περίπτωση μιας διαχειριζόμενης μετάβασης, με πιο υποστηρικτικές ενεργειακές πολιτικές της ΕΕ, το ενεργειακό κόστος στην Ευρώπη θα ήταν τουλάχιστον 50% υψηλότερο από αυτό στις ΗΠΑ, την Κίνα και την Ινδία έως το 2050. Αυτό θα θέσει τις ευρωπαϊκές εταιρείες σε ένα σοβαρό ανταγωνιστικό μειονέκτημα, γι’ αυτό και χρειάζεται επείγουσα δράση σε επίπεδο ΕΕ για να γεφυρωθεί αυτό το χάσμα και η Ευρώπη να επιτύχει την κλιματική ουδετερότητα έως το 2050 χωρίς αποβιομηχάνιση.
Στο πλαίσιο αυτό, η Business Europe ζητεί την αποφασιστική αντιμετώπιση της διαφοράς του κόστους άνθρακα καθώς και τη μαζική ανάπτυξη όλων των απαραίτητων ενεργειακών πηγών και υποδομών, προτείνοντας συγκεκριμένες πολιτικές για να κλείσει το χάσμα ανταγωνιστικότητας. Ανάμεσα σε αυτές είναι :
- H ανάπτυξη των ΑΠΕ σε περιοχές χαμηλού κόστούς, πράγμα που σύμφωνα με τη μελέτη θα μπορούσε να μειώσει το συνολικό κόστος κατά 40%
- Εξασφάλιση της αλυσίδας αξίας υδρογόνου.
- Συνέχιση της επιτάχυνσης και του εξορθολογισμού των διαδικασιών αδειοδότησης.
- Αντιμετώπιση της διαφοράς κόστους άνθρακα και διασφάλιση αποτελεσματικής εφαρμογής του CBAM.
- Εισαγωγή μέτρων για την κάλυψη του χάσματος ενεργειακής ανταγωνιστικότητας. και,
- Προώθηση της βιομηχανικής απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές μέσω αποτελεσματικών μέτρων από την πλευρά της ζήτησης.
Η μελέτη
Σε όλα τα σενάρια που αναλύει η μελέτη προκύπτει ότι χωρίς μέτρα στήριξης δεν μπορεί να εξασφαλιστεί η ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας.
Οι υψηλές τιμές ενέργειας κατάφεραν ένα σοβαρό πλήγμα στην ανταγωνιστικότητα και την παραγωγή των ευρωπαϊκών βιομηχανιών τόσο κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης όσο και τη μετέπειτα περίοδο. Η απανθρακοποίηση της βιομηχανίας, των μεταφορών και των κτιρίων, που είναι ο στόχος για το 2050, προϋποθέτει πολύ μεγάλες επενδύσεις σε πράσινες τεχνολογίες, το ύψος των οποίων μπορεί να θέσει νέες προκλήσεις σε μακροοικονομικό επίπεδο.
Ακόμα και στο σενάριο της διαχειρίσιμης μετάβασης (managed transition), το ένα από τα δύο βασικά σενάρια που εξετάζει η μελέτη και το προτιμητέο υπό τις τρέχουσες συνθήκες, οι τελικές τιμές του ηλεκτρισμού για τη βιομηχανία (συμπεριλαμβανομένων των χρεώσεων δικτύου, κινούνται μεταξύ 115 και 120 ευρώ/MWh μέχρι το 2040 για να υποχωρήσουν λίγο κάτω από τα 100 ευρώ/MWh το 2045-50.
Το σενάριο της διαχειρίσιμης μετάβασης προϋποθέτει την βέλτιστη χωροθέτηση των ΑΠΕ σε τοποθεσίες χαμηλού κόστους, την περαιτέρω ενοποίηση της αγοράς ηλεκτρισμού, την αποτελεσματική ανάπτυξη των υποδομών και την ευελιξία δυναμικού παραγωγής προκειμένου να συγκρατηθεί το συνολικό κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας.
Το άλλο σενάριο, το frustrated scenario, ή το απογοητευτικό σενάριο όπως το αποκαλεί η μελέτη, οδηγεί σε ακόμα υψηλότερες τιμές ηλεκτρισμού, που ξεπερνούν τα 140 ευρώ/MWh το 2045-2050, περίπου κατά 30% υψηλότερες το 2050 σε σχέση με τα τρέχοντα επίπεδα
Στο διαχειρίσιμο σενάριο η τελική τιμή περιλαμβάνει εκτός από τη χρέωση ηλεκτρισμού και τα τέλη για τα δίκτυα, το κόστος στήριξης, το οποίο εκτιμάται ότι με τα χρόνια θα μειωθεί ή θα μείνει σταθερό.
Οσο για τις τιμές ηλεκτρισμού στη χονδρική αγορά, αυτές εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν να αποτελούν ανταγωνιστικό μειονέκτημα για την Ευρώπη σε σχέση με τις ΗΠΑ, την Κίνα και την Ινδία. Το χάσμα ανταγωνιστικότητας στις τιμές χονδρικής μπορεί να μην κλείνει ούτε με το “καλό” σενάριο, όμως η διαφορά μετριάζεται. Σύμφωνα με τη μελέτη στο σενάριο αυτό το μέσο κόστος παραγωγής ηλεκτρισμού στην Ευρώπη το 2040 και το 2050 θα σταθεροποιηθεί και θα πάψει να αυξάνει το χάσμα ανταγωνιστικότητας με τις ΗΠΑ και την Κίνα. Στο “κακό” σενάριο, το χάσμα αυτό συνεχίζει να αυξάνεται.
Οσο για βιομηχανίες, όπως ο χάλυβας και η αμμωνία η μελέτη δείχνει ότι το πρασίνισμά τους, ακόμα και αν ο φόρος άνθρακα (CBAM) λειτουργήσει αποτελεσματικά, θα συνεχίσουν να υφίστανται πλήγμα στην ανταγωνιστικότητα και θα χρειαστούν μέτρα ενίσχυσης. Η μελέτη δείχνει ότι θα χρειαστεί σημαντική αντιστάθμιση/επιδότηση για τη χρήση του πράσινου υδρογόνου από τις βιομηχανίες αυτές για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στον ανταγωνισμό των αντίστοιχων βιομηχανιών στις ΗΠΑ και την Κίνα, ακόμα και όταν τα εισαγόμενα προϊόντα επιβαρυνθούν από τον CBAM