H ανάγκη για την αναβάθμιση και τον εκσυγχρονισμό των δικτύων ηλεκτρισμού αναδεικνύεται συνεχώς μέσα από μία σειρά γεγονότων, από τα πλέον πρόσφατα, με τα συμβάντα στις διασυνδέσεις της ΝΑ Ευρώπης, που εν μέρει συνέβαλαν στο τελευταίο ράλι τιμών στα Χρηματιστήρια Ενέργειας της περιοχής, ως τις χιλιάδες ΑΠΕ των πολλών γιγαβάτ που περιμένουν στην “ουρά” για να ενταχθούν στο σύστημα, αλλά και τα προβλήματα κορεσμού που επιβαρύνουν το κόστος διαχείρισης του υφιστάμενου δικτύου, με τις υποχρεωτικές ανακατανομές (redispatching) ηλεκτρισμού με κόστος, που μετακυλίεται στους συμμετέχοντες στην αγορά και εν τέλει στους καταναλωτές.
Πρόκειται για ένα κόστος αρκετά σημαντικό, όπως προκύπτει από τη σχετική έκθεση του Ευρωπαίου Ρυθμιστή (ACER). Τα νούμερα δείχνουν ότι το 2023 το κόστος της ανακατανομής μειώθηκε στην Ευρώπη αλλά αυτό οφείλεται μόνον στην πτώση των τιμών χονδρικής του ηλεκτρισμού από τα ρεκόρ του 2022. Ο όγκος της ηλεκτρικής ενέργειας που ανακατανεμήθηκε ήταν κατά πολύ μεγαλύτερος το 2023 σε σχέση με το 2022 και σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις θα συνεχίσει να αυξάνεται, προκαλώντας έξτρα επιβαρύνσεις.
Το κόστος διαχείρισης των κορεσμένων δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ διαμορφώθηκε το 2023 στα 4,26 δισ. Ευρώ, μειωμένο κατά 21% σε σχέση με το προηγούμενο έτος εξ αιτίας της υποχώρηση της τιμής του ηλεκτρισμού. Όμως οι ποσότητες ηλεκτρισμού που εμπλέκονται σε διορθωτικές ενέργειες για τη διαχείριση της συμφόρησης αυξήθηκαν κατά 14% το 2023, στις 57,28 TWh.
Σχεδόν το 60% του κόστους ανακατανομής αφορά στη Γερμανία, η οποία δαπάνησε 2,53 δισεκατομμύρια ευρώ σε διορθωτικές κινήσεις για την ανακατανομή 30,5 TWh, ποσό και ποσότητα ενέργειας υπερπολλαπλάσια από τα 0,25 δισεκατομμύρια ευρώ που δαπάνησε για redispatching 9,2 TWh το 2020.
Η ανακατανομή είναι η διαδικασία κατά την οποία ο Διαχειριστής του δικτύου ζητά από τους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής να αυξήσουν ή να μειώσουν προσωρινά την παραγωγή τους για να μετριάσουν τα σημεία συμφόρησης στο δίκτυο. Τα μέτρα μπορεί να περιλαμβάνουν τον περιορισμό της παραγωγής ηλεκτρισμού τόσο από συμβατικές μονάδες όσο και από ΑΠΕ.
Η αυξανόμενη τάση για redispatching οφείλεται κυρίως στο ταχέως διογκούμενο μερίδιο ενέργειας από ΑΠΕ στη Γερμανία -και σε όλη την Ευρώπη βέβαια -αλλά και επίσης στο αυξανόμενο ελάχιστο όριο διαζωνικής χωρητικότητας που πρέπει να είναι διαθέσιμη για την εμπορία ηλεκτρισμού, σε συνδυασμό με την αργή επέκταση των δυνατοτήτων του δικτύου.
Συνολικά, ο συνολικός όγκος των ανακατανομών ως ποσοστό της εθνικής ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας το 2023 ήταν 6,7% στη Γερμανία, σε σύγκριση με 5,9% στην Πολωνία, 5,4% στην Ισπανία και λιγότερο από 1% σε άλλες χώρες της ΕΕ και την Ελλάδα να βρίκεται προς το παρόν στα χαμηλά.
Από τους όγκους ανακατανομής που ενεργοποιήθηκαν στην Ευρώπη το 2023, το 62% αφορούσε σταθμούς παραγωγής ενέργειας από ορυκτά καύσιμα και το 8% υδροηλεκτρική ενέργεια, δήλωσε ο Acer.
Η ανακατανομή από ΑΠΕ, εξαιρουμένης της υδροηλεκτρικής ενέργειας, έφτασε στο ρεκόρ του 21%. Περισσότερες από 12 TWh περιορίστηκαν λόγω της συμφόρησης του δικτύου, με αποτέλεσμα να εκπέμπονται περίπου 4,2 εκατομμύρια επιπλέον τόνοι CO2, όπως ανέφερε ο Acer, στη σχετική έκθεσή του.
Και πάλι, το μεγαλύτερο μέρος των ανακατανομών ενέργειας από ΑΠΕ καταγράφηκε στη Γερμανία, η οποία περιέκοψε 10 πράσινες TWh ή το 4% της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές το 2023, έναντι 2,6% το 2020. Αυτή η τάση είναι επίσης πιθανό να συνεχιστεί, ανέφερε ο Acer, δεδομένων των φιλόδοξων στόχων της Γερμανίας για την υπεράκτια αιολική ενέργεια.
Στις λύσεις που προτείνει ο ACER για την αντιμετώπιση του προβλήματος είναι η ενίσχυση των δικτύων για τη μεταφορά υψηλότερων όγκων ηλεκτρισμού από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας στις περιοχές όπου η ζήτηση είναι υψηλότερη, καθώς και την αναδιαμόρφωση των ζωνών υποβολής των προσφορών, προκειμένου να δοθούν τα κατάλληλα σήματα τιμών από τις περιοχές εκείνες, που χρειάζονται περισσότερη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας κλπ