Η ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας είναι αναμφισβήτητα μοναδική στο είδος της, αφού χαρακτηρίζεται από μια σειρά από παράδοξα που την καθιστούν δικαιολογημένα «case-study». Το ελληνικό όμως παράδοξο στον ηλεκτρισμό δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο. Οι διεθνείς συνθήκες που διαμορφώνονται στην αγορά ενέργειας (πτώση τιμών πετρελαίου), οι πολλαπλές δεσμεύσεις της χώρας μας για την αγορά ηλεκτρισμού στο πλαίσιο του 3ου Μνημονίου (μείωση μεριδίων της ΔΕΗ σε παραγωγή και προμήθεια κατά 50% ως το 2020), αλλά και η ίδια η κατάσταση της εγχώριας αγοράς (ληξιπρόθεσμες οφειλές, ατελής σχεδιασμός αγοράς, απουσία κεφαλαίων για απαραίτητες επενδύσεις σε δίκτυα), προμηνύουν ότι το 2016 θα είναι έτος σταθμός για την ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.
Το ερώτημα είναι αν οι τεκτονικές αλλαγές που αναμένεται να λάβουν χώρα, θα αποτελέσουν την επανεκκίνηση της αγοράς ηλεκτρισμού, ή την οριστική κατάρρευσή της.
Κεντρικό ζήτημα παραμένει η απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρισμού. Υπάρχει σοβαρό έλλειμμα ανταγωνισμού τόσο στην παραγωγή όσο και στην προμήθεια ηλεκτρισμού, που δεν οφείλεται ούτε στην έλλειψη επενδύσεων εκ μέρους του ανταγωνισμού, ούτε στην απουσία διάθεσης ανταγωνισμού. Είναι απόρροια του ότι η ΔΕΗ εξακολουθεί, 17 χρόνια μετά το δια νόμου άνοιγμα της αγοράς, να διατηρεί πρακτικά την αποκλειστική πρόσβαση και εκμετάλλευση σε λιγνίτες και υδροηλεκτρικά, γεγονός το οποίο οδηγεί στο να κατέχει το 94% της προμήθειας ηλεκτρισμού και να βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι των ανταγωνιστών της.
Ακόμη και σήμερα, με το 3ο Μνημόνιο να προβλέπει ότι το μερίδιο της ΔΕΗ στην παραγωγή και την προμήθεια πρέπει να περιοριστεί κάτω από 50% μέχρι το 2020, βρίσκονται σε εξέλιξη συζητήσεις επί συζητήσεων για το σχέδιο των δημοπρασιών ΝΟΜΕ, με αμφίβολο αποτέλεσμα αφού στο κομβικότερο ερώτημα – την τιμή εκκίνησης – απάντηση ακόμα δεν υπάρχει. Κι αυτό τη στιγμή που ούτως ή άλλως οι δημοπρασίες ΝΟΜΕ αποτελούν μόνο ένα πρώτο βήμα, αφού δεν δίνουν λύση στην έλλειψη ανταγωνισμού σε όλο το εύρος της ηλεκτροπαραγωγής, καθώς δεν επιτρέπουν τον έλεγχο του κόστους παραγωγής ηλεκτρισμού από τρίτους αλλά απλά τους δίνουν πρόσβαση στην παραγόμενη ενέργεια, το κόστος της οποίας θα συνεχίζει να καθορίζεται από έναν και μόνο παραγωγό.
Η κατάσταση αυτή δεν εγκλωβίζει όμως μόνο τις ανεξάρτητες ιδιωτικές εταιρείες ηλεκτρισμού. Είναι πρωτίστως μια μορφή ομηρίας για τους ίδιους τους καταναλωτές, νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Όσο λιγότερος ο ανταγωνισμός, τόσο λιγότερες οι διαθέσιμες επιλογές, τόσες λιγότερες οι πιθανότητες για χαμηλότερες τιμές και καλύτερες υπηρεσίες. Η περίπτωση της ελληνικής βιομηχανίας και οι εναγώνιες εκκλήσεις της για μείωση του ενεργειακού κόστους, καταδεικνύουν με τον πιο σαφή τρόπο τις επιπτώσεις του εγκλωβισμού σε μονοπωλιακές καταστάσεις.
Δεν είναι όμως μόνο ο σχεδόν μονοπωλιακός χαρακτήρας της αγοράς, είναι κι ο ίδιος ο συνεχιζόμενος ατελής σχεδιασμός της που δημιουργεί ένα περιβάλλον γεμάτο ανισορροπίες. Στην Ελλάδα για παράδειγμα – αντίθετα με τα επικρατούντα στις άλλες αγορές της Ε.Ε. όπου υπάρχουν Προθεσμιακή, Προημερήσια και Ενδοημερήσια αγορά, και μπορεί και Αγορά Πραγματικού Χρόνου (Εξισορρόπησης) - υπάρχει μόνο προημερήσια αγορά, η οποία όπως είναι αναμενόμενο αδυνατεί από μόνη της να αποκαλύψει την πραγματική αξία της ενέργειας σε κάθε χρονική στιγμή και να προσφέρει στους συμμετέχοντες στην αγορά τα κατάλληλα εργαλεία για τη βέλτιστη λειτουργία τους στην αγορά. Παράλληλα, υπάρχουν μία σειρά από αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που αγγίζουν τον πυρήνα της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρισμού και όσο δεν προωθούνται, ευνοούν την αδιαφάνεια και τις ανισότητες μεταξύ των συμμετεχόντων.
Η αγορά ηλεκτρισμού, ωστόσο, δεν είναι μόνο ανταγωνισμός, τιμολόγια, ρυθμίσεις. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ευστάθεια του ίδιου του ηλεκτρικού συστήματος της χώρας.
Το ελληνικό ηλεκτρικό σύστημα θα αντιμετωπίζει σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό τα προσεχή χρόνια ουσιαστικά δύο καίριες προκλήσεις: το ζήτημα της επάρκειας ισχύος καθώς και της επάρκειας ευελιξίας. Με απλά λόγια, στην πρώτη περίπτωση θα πρέπει να είναι έτοιμο να καλύψει τις αυξανόμενες αιχμές της ζήτησης τις ζεστές ημέρες του καλοκαιριού και τις κρύες του χειμώνα, ενώ στη δεύτερη θα πρέπει να μπορεί κάθε μέρα να αντιμετωπίζει επιτυχώς τις διακυμάνσεις στην παραγωγή των ΑΠΕ και ειδικά των αιολικών και των φωτοβολταϊκών, είτε όταν αλλάζουν ξαφνικά οι καιρικές συνθήκες, είτε σε σταθερή βάση (π.χ. καθημερινό μοτίβο ανατολής-δύσης ηλίου).
Οι δύο αυτές προκλήσεις δεν είναι υποθέσεις για το μακρινό μέλλον. Είναι η πραγματικότητα που σε σημαντικό βαθμό ήδη βιώνει το ελληνικό ηλεκτρικό σύστημα και που αν θέλουμε να τη διαχειριστούμε επαρκώς στο μέλλον, πρέπει ήδη από σήμερα να την αντιμετωπίσουμε.
Παρότι τα τελευταία χρόνια η συνολική ετήσια ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας είχε μειωθεί κυρίως λόγω της οικονομικής κρίσης, η μέγιστη ζήτηση, όπως αυτή καταγράφεται στη διάρκεια κάποιας συγκεκριμένης ώρας, έχει επανέλθει στα προ κρίσης επίπεδα με χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι τον Ιούλιο του 2015, κι εν μέσω capital controls, η μέγιστη ζήτηση άγγιξε πάλι σχεδόν τα 10.000 MW και αυτή ικανοποιήθηκε επειδή ακριβώς υπήρχαν διαθέσιμες οι κατανεμόμενες μονάδες των ιδιωτών και της ΔΕΗ. Αυτά ακριβώς τα επίπεδα μέγιστης ζήτησης – που αναμένεται μάλιστα να αυξηθούν τα αμέσως προσεχή χρόνια – πρέπει να είναι σε θέση να καλύψει με επαρκή διαθέσιμη ισχύ, το σύνολο των κατανεμόμενων μονάδων.
Παράλληλα, σε καθημερινή βάση απαιτείται να υπάρχει διαθέσιμη σημαντική ποσότητα ευέλικτης ισχύος για να καλύπτει τις μεγάλες διακυμάνσεις των Ανανεώσιμων Πηγών. Κατ’ επέκταση, το θέμα της ευελιξίας πρέπει να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά και σε μόνιμη βάση, καθώς επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την ομαλή κι απρόσκοπτη λειτουργία του ηλεκτρικού συστήματος της χώρας και όσο αυξάνεται η διείσδυση των ΑΠΕ, στην πορεία προς μία οικονομία χαμηλού άνθρακα, η ευελιξία θα διαδραματίζει όλο και πιο σημαντικό ρόλο.
Συμπερασματικά, είναι γεγονός ότι οι συνθήκες στην αγορά, δημιουργούν μεγάλες προκλήσεις. Ταυτόχρονα όμως δημιουργούνται και μεγάλες ευκαιρίες για να αποκτήσουμε επιτέλους μία απελευθερωμένη, ολοκληρωμένη και λειτουργική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Το τι τελικά θα συμβεί, εξαρτάται από τις πολιτικές και τις ρυθμιστικές παρεμβάσεις. Η αποφασιστικότητα, ο ρεαλισμός αλλά και η ταχύτητα στην προώθηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, θα αποτελέσουν τις καθοριστικές παραμέτρους για το αν τελικά το 2016 θα σηματοδοτήσει την αρχή ή το τέλος της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα.