To καμπανάκι του κινδύνου για τις επιπτώσεις από τη βεβιασμένη απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής κρούει η Ακαδημία Αθηνών, επισημαίνοντας τις ενδεχόμενες αρνητικές συνέπειες στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής βιομηχανίας και της οικονομίας, γενικότερα. Παράλληλα θέτει τη μείωση του μοναδιαίου κόστους των ΑΠΕ, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την περαιτέρω διείσδυσή τους στο ενεργειακό μείγμα σε συνθήκες ανταγωνιστικού ενεργειακού κόστους.
Σε ημερίδα που διοργάνωσε η Ακαδημία για τις Ενεργειακές Προοπτικές της Ελλάδας έως το 2030 - με ορίζοντα το 2050, κοινή ήταν η διαπίστωση ότι η απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων πρέπει να πραγματοποιηθεί με τον κατάλληλο χρονισμό προκειμένου να αποφευχθεί μια βεβιασμένη έξοδος, η οποία θα πλήξει περαιτέρω την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής βιομηχανίας. Ιδιαίτερη αναφορά έγινε στο “carbon leakage”, δηλαδή τη μετεγκατάσταση βιομηχανικών μονάδων εκτός ΕΕ προκειμένου να αποφύγουν το υψηλό κόστος ενέργειας, το οποίο προκύπτει από τις ευρωπαικές πολιτικές για το περιβάλλον, με προεξέχον το κόστος της αγοράς δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα. Πρόκειται για έναν υπαρκτό κίνδυνοπου πρέπει να αντιμετωπιστεί µε την εφαρμογή κατάλληλων μηχανισμών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την πίεση για παγκόσμια εφαρμογή κοινής τιμολόγησης, τονίστηκε στην ημερίδα
Για την εγχώρια αγορά, η Ακαδημία επισημαίνει ότι το κόστος του ηλεκτρισμού και του φυσικού αερίου για την ελληνική βιομηχανία εντάσεως ενέργειας είναι σημαντικά υψηλότερο σε σχέση µε ευρωπαίους και διεθνείς ανταγωνιστές, υπογραμμίζοντας ότι πρόκειται για ένα μειονέκτημα που γίνεται όλο και μεγαλύτερο, καθώς διαχρονικά το ενεργειακό κόστος στην Ελλάδα αυξάνεται. Οι δυνατότητες βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας πρέπει να αναζητηθούν στους κύριους παράγοντες που διαμορφώνουν το κόστος.Στην περίπτωση του ηλεκτρισμού το κόστος αποτελεί συνάρτηση του μείγματος καυσίμων ηλεκτροπαραγωγής, της αντιμετώπισης των μονοπωλιακών πρακτικών, καθώς και τωνρυθμιζόμενων χρεώσεων, οι οποίες στη χώρα μας είναι υψηλότερες σε σχέση µε άλλες αγορές.
Η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας, αναφέρει η Ακαδημία Αθηνών, θα μπορούσε να μειωθεί με μέτρα όπως η βελτίωση της αποτελεσματικότηταςστη διανομή, τον περιορισμό των ρυθμιστικών χρεώσεων και τη δημιουργία συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού.
Η Ευρωπαϊκή προσδοκία για αύξηση της ανταγωνιστικότητας με τη δημιουργία ελεύθερης, αποκρατικοποιημένης και ανταγωνιστικής αγοράς ενέργειας, μπορεί να έχει ευεργετικά αποτελέσματα και στην χώρα μας εφόσον πρυτανεύσει σαφήνεια και ορθολογισμός στον τρόπο και την έκταση χρησιμοποίησης των τιμών της ενέργειας ως εργαλείου άσκησης κοινωνικής πολιτικής.
Το πόρισμα της Ακαδημίας Αθηνών τονίζει ακόμα ότι ΑΠΕ μπορούν να συμβάλλουν στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, υπό την βασική προϋπόθεση της μείωσης του μοναδιαίου κόστους τους, λόγω τεχνολογικής εξέλιξης και όχι με επιδοτήσεις, οι οποίες έχουν στρεβλωτικές επιπτώσεις στην οικονομία. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στην ημερίδα η υποστήριξη των εγκατεστημένων μέχρι σήμερα ΑΠΕ επιβαρύνει το κόστος παραγωγής ηλεκτρισμού στην Ελλάδα με 1,3 δις ευρώ ετησίως, Το κόστος αυτό, το οποίο θα παραμείνει σε αυτά τα επίπεδα για πολλά χρόνια ακόμη, αναδεικνύεται κρίσιμος παράγοντας και για να εξορθολογιστεί απαιτούνται εξειδίκευση και ο χρονισμός των πολιτικών διείσδυσης των ΑΠΕ, προκειμένου να εδραιώσουν συγκριτικό πλεονέκτημα κόστους και να ελαχιστοποιηθεί η επιπλέον επιβάρυνση.
Τα συμπεράσματα της Ακαδημίας Αθηνών κάνουν ιδιαίτερη αναφορά στα φωτοβολταϊκά στις στέγες των κτιρίων και τάσσονται υπέρ της προώθησής τους, τονίζοντας ότι παρέχουν στον καταναλωτή δυνατότητα διαχείρισης της ζήτησης, ενώ δεν αφαιρούν γόνιμες εκτάσεις από την γεωργική παραγωγή.