Oι σχετικά ήπιες καιρικές συνθήκες στην Ευρώπη, οι γεμάτες αποθήκες με αποθέματα αερίου ή τo πλαφόν των 180 ευρώ/MWh, τι ήταν τελικά αυτό που “τρόμαξε” τις αγορές και οι τιμές του αερίου έπεσαν χθες κάτω από τα 100 ευρώ/MWh;
Σύμφωνα με τους αναλυτές, ο συνδυασμός των τριών αυτών παραγόντων και κυρίως των δύο πρώτων είναι το στοιχείο που επιτρέπει την τωρινή αποκλιμάκωση των τιμών. Ωστόσο τα δύσκολα δεν έχουν ακόμα περάσει και οι ανησυχίες δεν έχουν εκλείψει. Οι επιφυλάξεις επικεντρώνονται στις κινήσεις που θα γίνουν, από την άνοιξη και μετά για την αναπλήρωση των αποθεμάτων αερίου στις ευρωπαϊκές αποθήκες.
Οπως υπενθυμίζουν οι εμπειρογνώμονες, το “μπουμ” στις τιμές του αερίου τον περασμένο Αύγουστο, όταν το TTF, τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης που διαπραγματεύονται στο ολλανδικό hub και αποτελούν την τιμή αναφοράς για το αέριο στην Ευρώπη, ξεπέρασαν τα 300 ευρώ/MWh , συνέβη κατά την περίοδο αναπλήρωσης των αποθεμάτων στις ευρωπαϊκές αποθήκες. ‘Ηταν η εποχή που ειδικά η Γερμανία αγόραζε μαζικά ποσότητες υγροποιημένου αερίου (LNG) για να γεμίσει τις αποθηκευτικές της εγκαταστάσεις, πληρώνοντας την όποια τιμή , λόγω της έντονης ανησυχίας για την ενεργειακή της επάρκεια κατά τον φετινό χειμώνα. Οι παραδόσεις από την Ρωσία που ήταν ο βασικός της προμηθευτής ως τότε, είχαν διακοπεί μετά την έκρηξη στον αγωγό Nord Stream 1 και παραμένουν “κομμένες”, με τη Γερμανία να προσπαθεί να υποκαταστήσει το ρωσικό αέριο αγωγού με παραγγελίες φορτίων LNG, εκ των οποίων τα περισσότερα καταλήγουν σε πλωτούς σταθμούς που εγκαταστάθηκαν κατά την περίοδο της κρίσης.
Σήμερα, το ύψος των αποθεμάτων στις ευρωπαϊκές αποθήκες υπολογίζεται γύρω στο 84%, ένα επίπεδο αρκετά υψηλότερο από το μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας. Προς το παρόν η Ευρώπη εξακολουθεί να προσελκύει φορτία LNG, λόγω των σχετικά υψηλών τιμών και των συμφωνιών που έσπευσαν να κάνουν οι περισσότερες- χώρες με παραγωγούς LNG για μελλοντικές προμήθειες.
Ταυτόχρονα η κατανάλωση αερίου έχει μειωθεί και μάλιστα σε επίπεδα υψηλότερα απ’ όσο ήταν ο αρχικός ευρωπαϊκός στόχος. Η μείωση της ζήτησης , εκ των πραγμάτων, αποσυμπιέζει τις τιμές.
Αξίζει να σημειωθεί ότι χθες το TTF στα συμβόλαια Ιανουαρίου έκλεισε στα 98,5 ευρώ/MWh, καταγράφοντας πτώση κατά 6,8%. Είναι η πρώτη φορά που κλείνει κάτω από τα 100 ευρώ, από τον περασμένο Ιούνιο.
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, η κατανάλωση αερίου στην ΕΕ μειώθηκε κατά 20,1% κατά την περίοδο Αυγούστου-Νοεμβρίου 2022 , σε σύγκριση με τη μέση κατανάλωση φυσικού αερίου τους ίδιους μήνες κατά τα έτη 2017-2021. Στην Ελλάδα η μείωση της κατανάλωσης κινείται μεταξύ 15-20% ανάλογα με το μήνα, ποσοστά που επιτυγχάνουν και κάποιες φορές υπερβαίνουν τους στόχους της ΕΕ για τον περιορισμό της ζήτησης.
Προκειμένου να μην επαναληφθεί η περυσινή κατάσταση, με τον διαγκωνισμό των χωρών για την εξασφάλιση προμηθειών LNG που μεγένθυνε την αύξηση της τιμής του αερίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προτείνει το σύστημα των κοινών προμηθειών, έστω για κάποιες βασικές ποσότητες. Το κατά πόσον το μέτρο θα τηρηθεί- μέχρι στιγμής η ανταπόκριση είναι πολύ περιορισμένη- ειδικά κατά την κρίσιμη φάση της αποθήκευσης αερίου, θα φανεί στην πράξη τους επόμενους μήνες.
Ακόμα όμως και στο πιο αισιόδοξο σενάριο, η αντικατάσταση του φθηνότερου ρωσικού αερίου αγωγών με υγροποιημένο αέριο από την αγορά, παραμένει μία ακριβή υπόθεση, που οδηγεί τους περισσότερους αναλυτές στην εκτίμηση ότι και ο επόμενος χειμώνας (2023-24) θα είναι δύσκολος για την Ευρώπη. Οι περιορισμοί στην κατανάλωση θα συνεχίσουν να υφίστανται και οι τιμές, ακόμα και στα επίπεδα που κινούνται τελευταία, δεν παύουν να είναι πολύ υψηλές. Είναι τιμές που προοινωνίζονται και υψηλές τιμές ηλεκτρισμού, διαιωνίζοντας το πρόβλημα του υψηλού ενεργειακού κόστους τόσο για την ευρωπαϊκή οικονομία και την ανταγωνιστικότητά της στις διεθνείς αγορές όσο και για την κοινωνία.
Ακόμα και μία μέση τιμή του αερίου στα 95 ευρώ/ MWh) το 2023 υπολογίζεται ότι θα κοστίσει στην Ευρώπη περίπου 58 δισεκατομμύρια ευρώ, μόνον για να αναπληρώσει τα αποθέματα στις δεξαμενές. Πρόκειται για ένα κόστος αντίστοιχο με το φετινό.
Υπάρχουν όμως και πιο απαισιόδοξα σενάρια. Πρόσφατα ο εκτελεστικός διευθυντής του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας Fatih Birol δήλωσε ότι «πολλές από τις συνθήκες που επέτρεψαν στις χώρες της ΕΕ να γεμίσουν τις αποθήκες τους ενόψει του φετινού χειμώνα μπορεί κάλλιστα να μην επαναληφθούν το 2023». Στο πλαίσιο αυτό, η Ευρώπη θα μπορούσε να βρεθεί αντιμέτωπη με ένα έλλειμμα της τάξης των 30 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων (bcm) αερίου τον επόμενο χειμώνα, που ισοδυναμεί με σχεδόν 7% της ζήτησης του 2021.
Αναλυτές της Wood Mackenzie προβλέπουν ότι έως και 25 δισ. κυβικά μέτρα λιγότερου ρωσικού αερίου θα φτάσουν στην Ευρώπη για την περίοδο πλήρωσης των αποθηκών του 2023, κατά τους μήνες από τον Απρίλιο έως τα τέλη Σεπτεμβρίου. Τα επίπεδα αερίου που θα παραμείνουν στις ευρωπαϊκές αποθήκες στο τέλος του φετινού χειμώνα, θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό την πορεία των προμηθειών και των τιμών για την αναπλήρωση των αποθεμάτων, εν όψει της χειμερινής περιόδου 2023-24. Γι’ αυτό και η εξοικονόμηση ενέργειας είναι μέτρο που θα παραμείνει.
Αναλυτής της Energy Aspects, που επικαλείται το Reuters, εκτιμά ότι τα αποθέματα της Ευρώπης θα διαμορφωθούν σε περίπου 55 δισ. κυβικά μέτρα – ή λίγο πάνω από το μισό της χωρητικότητας των δεξαμενών, μέχρι το τέλος Μαρτίου.
Φέτος, οι αγοραστές από την Κίνα είχαν περιορίσει τη ζήτηση λόγω lockdown, υψηλών τιμών κλπ, αποφεύγοντας σε μεγάλο βαθμό την spot αγορά υγροποιημένου φυσικού αερίου. Φορτία που προορίζονταν για τις ασιατικές αγορές στράφηκαν στην Ευρώπη. Αυτό όμως μπορεί να μην επαναλειφθεί του χρόνου, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει και πάλι την Ευρώπη σε έντονο διεθνή ανταγωνισμό για την προμήθεια LNG, με τις όποιες συνέπειες στις τιμές.