Την αντίφαση της κυβερνητικής πολιτικής στο φυσικό αέριο επισημαίνει ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΙΕΑ), καθώς από τη μία πλευρά λαμβάνονται μέτρα περιορισμού της ζήτησης και από την άλλη προωθούνται συνεχώς νέες υποδομές αερίου, οι οποίες προοιωνίζοναι αύξηση της κατανάλωσης.
Στην έκθεση της για την ελληνική αγορά ενέργειας, που παρουσιάστηκε επίσημα χθες, η ΙΕΑ χαρακτηρίζει ασαφές το μέλλον του φυσικού αερίου στο ενεργειακό σύστημα της χώρας και καλεί τη κυβέρνηση να ξεκαθαρίσει αν πρέπει να αναπτυχθούν περαιτέρω οι υποδομές φυσικού αερίου, λαμβάνοντας υπόψη τους κινδύνους που απορρέουν όχι μόνον από την αστάθεια της τιμής αλλά και από την ταχεία απαξίωση περιουσιακών στοιχείων που σχετίζονται με το αέριο, δεδομένης της πολιτικής της ΕΕ για την εξάλειψή του από το ενεργειακό μείγμα ως το 2050, που σημαίνει ότι σταδιακά θα αυξάνονται οι πιέσεις για τη μείωση της χρήσης του μέχρι να επιτευχθεί ο στόχος.
«Το μέλλον του φυσικού αερίου στο ελληνικό ενεργειακό σύστημα παραμένει ασαφές. Λαμβάνονται σημαντικά μέτρα για τη μείωση της ζήτησης, ενώ ταυτόχρονα, σχεδιάζονται μεγάλες επενδύσεις για την επέκταση των υποδομών, γεγονός που θα οδηγήσει στο αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή την αύξηση της ζήτησης», αναφέρει η έκθεση. Τονίζει ακόμα ότι, η επέκταση του δικτύου διανομής αερίου είναι θέμα που πρέπει να επανεξεταστεί σε σχέση με τις εναλλακτικές λύσεις, όπως η ηλεκτροδότηση από ΑΠΕ και η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων και ζητεί από την κυβέρνηση να αποσαφηνίσει το ρόλο του υδρογόνου και του βιομεθανίου στο ενεργειακό σύστημα της χώρας.
Παράλληλα, επισημαίνει την εποχικότητα της οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα και της έλλειψης βιομηχανίας στα περισσότερα νησιά, τονίζοντας ότι η μεταφορά φυσικού αερίου σε αυτά δεν έχει οικονομική λογική και θα υπονόμευε τους στόχους για το κλίμα.
Πάντως, λόγω της απολιγνιτοποίησης, ΙΕΑ αναγνωρίζει ότι ο ρόλος του φυσικού αερίου έχει αναβαθμιστεί, προσθέτοντας ότι το αέριο λειτουργεί και ως παράγων εξισορρόπησης και διατήρησης της ασφάλειας του εφοδιασμού με ηλεκτρισμό. Το 2021 οι μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο κάλυψαν αν το 41% της εγχώριας παραγωγής ηλεκτρισμού.
Σχετικά με τη λειτουργία της αγοράς φυσικού αερίου, η ΙΕΑ θεωρεί ότι έχουν γίνει πολύ σημαντικά βήματα σε σχέση με το 2017 όταν είχε εκδοθεί η προηγούμενη αντίστοιχη έκθεση του Οργανισμού. Ωστόσο χρειάζονται ακόμα πολλές βελτιώσεις, όπως η δημιουργία πλατφόρμας συναλλαγών για συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, ώστε οι συμμετέχοντες να μπορούν να αντισταθμίσουν τον κίνδυνο, καθώς και η λειτουργία μίας διαφανούς δευτερογενούς αγοράς για τη δέσμευση εισαγωγικής ικανότητας.
Η έκθεση επισημαίνει ακόμα το συγκεντρωτισμό στην αγορά χονδρικής, καθώς επτά εταιρίες αντιπροσώπευαν το 98% της προσφοράς το 2020 (ΔΕΠΑ, Μυτιληναίος, ELPEDISON, ΔΕΗ, MotorOil, ΕΛ-ΠΕ και ΗΡΩΝ) με τις δύο μεγαλύτερες, τη ΔΕΠΑ και τη Μυτιληναίος να καλύπτουν το 50% της προσφοράς.
Στη λιανική αγορά φυσικού αερίου, η οποία απελευθερώθηκε το 2018, έχει σημειωθεί αυξανόμενος ανταγωνισμός, με τον σχετικό δείκτη (HHI) να πέφτει από 6.453 το 2015 σε 2.317 το 2019. Ακόμα όμως υπάρχουν σημαντικά περιθώρια βελτίωσης, καθώς οι δύο προμηθευτές, που προέκυψαν από την ιδιωτικοποίηση των διαχειριστών των δικτύων (ΕΠΑ) διατήρησαν την κυρίαρχη θέση τους στην αγορά, τόσο όσον αφορά στον όγκο πωλήσεων (63% το 2020), όσο και στον αριθμό συνδέσεων (86%) , ενώ χαμηλό παραμένει το ποσοστό αλλαγής προμηθευτή.