Δικαιώνει την Αλουμίνιο της Ελλάδας το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην προσφυγή της κατά της απόφασης που θεώρησε ως κρατική ενίσχυση τα τιμολόγια που είχαν συμφωνηθεί με τη ΔΕΗ. Με τη χθεσινή ετυμηγορία του, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο «ακυρώνει την απόφαση 2012/339/ΕΕ της Επιτροπής, της 13ης Ιουλίου 2011, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.26117 — C 2/2010 (πρώην NN 62/2009) που χορήγησε η Ελλάδα στην Αλουμίνιον της Ελλάδος Α.Ε.»
Το ιστορικό της υπόθεσης
Το 1960 η Αλουμίνιον της Ελλάδος (ΑτΕ), την οποία διαδέχθηκε τον Ιούλιο του 2007 η Αλουμίνιον Α.Ε. στον κλάδο της παραγωγής αλουμινίου στην Ελλάδα, σύναψε σύμβαση με τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ), η οποία προέβλεπε, ως προς την ΑτΕ, προτιμησιακό τιμολόγιο ηλεκτρικής ενεργείας. Η σύμβαση επρόκειτο να λήξει στις 31 Μαρτίου 2006, εκτός αν παρατεινόταν. Το 1992, η Επιτροπή εκτίμησε ότι το προτιμησιακό τιμολόγιο δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση.
Τον Φεβρουάριο του 2004, η ΔΕΗ κοινοποίησε στην ΑτΕ καταγγελία της συμβάσεως και, από τα τέλη Μαρτίου του 2006, έπαυσε να εφαρμόζει ως προς αυτή το προτιμησιακό τιμολόγιο. Κατόπιν αιτήματος της ΑτΕ, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, στις 5 Ιανουαρίου 2007, ανέστειλε προσωρινώς τις συνέπειες της καταγγελίας του προτιμησιακού τιμολογίου. Κατόπιν αιτήματος της ΔΕΗ το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, τον Μάρτιο 2008, ακύρωσε την αναστολή.
Κατά συνέπεια, κατά το διάστημα μεταξύ Μαρτίου 2004 και 5ης Ιανουαρίου του 2007, όπως και από τον Μάρτιο του 2008, η ΔΕΗ δεν εφάρμοζε το προτιμησιακό τιμολόγιο. Αφετέρου, μεταξύ 5ης Ιανουαρίου 2007 και Μαρτίου 2008 η ΑτΕ χρεώνονταν βάσει του προτιμησιακού τιμολογίου.
Τον Ιούλιο του 2008 υποβλήθηκαν στην Επιτροπή καταγγελίες σχετικά με κρατικές ενισχύσεις που φέρονταν να έχουν χορηγηθεί στην Αλουμίνιον , οι οποίες συνίσταντο στο προτιμησιακό τιμολόγιο.
Το 2010, η Επιτροπή κίνησε διαδικασία ελέγχου και στις 13 Ιουλίου του 2011 εξέδωσε την απόφασή της. Έκρινε ότι, κατά τη σχετική περίοδο, η ΑτΕ επωφελήθηκε από τη διαφορά μεταξύ των προτιμησιακών τιμολογίων της και των συνήθων τιμών για τους μεγάλους βιομηχανικούς καταναλωτές, η οποία ισοδυναμεί με 17,4 εκατ. ευρώ. Η τιμολογιακή διαφορά προσέφερε αδικαιολόγητο πλεονέκτημα στην ΑτΕ έναντι των ανταγωνιστών της, οι οποίοι έπρεπε να καταβάλλουν τα συνήθη τιμολόγια και, συνεπώς, προκάλεσε στρέβλωση του ανταγωνισμού. Η Επιτροπή διέταξε την Ελλάδα να ανακτήσει το ανωτέρω ποσό.
Η Αλουμίνιον ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής. Αμφισβήτησε τον χαρακτηρισμό του επίμαχου μέτρου ως νέα ενίσχυση και την υποχρέωση ανακτήσεως της νέας ενισχύσεως. Στην υπόθεση αυτή παρενέβη η ΔΕΗ υπέρ της Επιτροπής.
Κατά την Επιτροπή, η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου είχε στην πράξη ως συνέπεια να εφαρμοστεί εκ νέου το προτιμησιακό τιμολόγιο στην Αλουμίνιον, από τον Ιανουάριο του 2007 έως τον Μάρτιο του 2008.
Η Αλουμίνιον υποστήριξε ότι η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου δεν στοιχειοθετούσε τροποποίηση της αρχικής προνομιακής σύμβασης. Επομένως, δεν της χορήγησε νέα ενίσχυση και η προνομιακή τιμολόγηση της ηλεκτρικής ενέργειας παρέμεινε ως υφιστάμενη ενίσχυση.
Το σκεπτικό της απόφασης
Στην απόφαση του το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι κάθε νέο σχέδιο ενισχύσεως πρέπει να κοινοποιείται, πριν την εφαρμογή του, στην Επιτροπή. Είναι παράνομη κάθε ενίσχυση που χορηγείται χωρίς την έγκρισή της. Αφετέρου, ως νέα ενίσχυση ορίζεται «κάθε ενίσχυση που δεν αποτελεί υφιστάμενη ενίσχυση, καθώς και οι μεταβολές υφιστάμενων ενισχύσεων»· ως υφιστάμενη ενίσχυση, «κάθε εγκεκριμένη ενίσχυση που έχει εγκριθεί από την Επιτροπή ή από το Συμβούλιο της ΕΕ». Συνεπώς, ως νέες ενισχύσεις πρέπει να θεωρηθούν τα ληφθέντα μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης μέτρα τα οποία σκοπούν στη θέσπιση ή στην τροποποίηση υφιστάμενων ενισχύσεων.
Η Επιτροπή παραδέχθηκε ότι το προτιμησιακό τιμολόγιο που είχε συμφωνηθεί με τη σύμβαση του 1960, δηλαδή πριν την προσχώρηση της Ελλάδας στην ΕΟΚ, συνιστούσε υφιστάμενη ενίσχυση.
Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, μόνον όταν η μεταβολή επηρεάζει την ίδια την ουσία του αρχικού καθεστώτος, μετατρέπεται το καθεστώς αυτό σε νέο καθεστώς ενισχύσεων.
Εν προκειμένω, η απόφαση του Μονομελούς Δικαστηρίου ανέστειλε το προτιμησιακό τιμολόγιο και το διατήρησε προσωρινά σε ισχύ κατά το χρονικό διάστημα από 5 Ιανουαρίου 2007 μέχρι τον Μάρτιο 2008. Η παρέμβαση αυτή του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων δεν μετέβαλε ουσιαστικά την υφιστάμενη ενίσχυση. Το Μονομελές Δικαστήριο περιορίστηκε στην προσωρινή επίλυση της διαφοράς και δεν τροποποίησε τις σχετικές με το προτιμησιακό τιμολόγιο συμβατικές ή νομοθετικές διατάξεις ούτε τροποποίησε τον τρόπο εφαρμογής ή τα όρια του εν λόγω τιμολογίου. Η απόφασή του εμπεριείχε μόνο τη δικαστική εκτίμηση της νομιμότητας της καταγγελίας της συμβάσεως.
Επομένως, η απόφαση του Μονομελούς Δικαστηρίου δεν συνιστά θέσπιση ή τροποποίηση ενισχύσεως. Για τους λόγους αυτούς, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται ότι η απόφαση της Επιτροπής πάσχει έλλειψη νομιμότητας, εξαιτίας του χαρακτηρισμού του επίμαχου μέτρου, από την Επιτροπή, ως νέας ενισχύσεως και ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής.